Μάιος - Σεπτέμβριος 2008
Μια ενδιαφέρουσα ως τεχνική και ως ντοκουμέντο, έκθεση φωτογραφίας για το ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ του γνωστού βυζαντινολόγου, τακτικού μέλους της Ακαδημίας Αθηνών Παναγιώτη ΒοΒοκοτόπουλοςυ, συζύγου της αειμνήστου αρχαιολόγου Ιουλίας ΒοΒοκοτόπουλοςυ, εγκαινιάστηκε την Τρίτη 13 Μαΐου 2008 στις εγκαταστάσεις της Αγιορειτικής Εστίας, στο μέγαρο Νεδέλκου.
https://www.agioritikiestia.gr/el/agion-oros-fotografies-1956-2001-panagiotis-vokotopoulos#sigProIda46a56e6af
Η έκθεση
Για πέντε μήνες, ο Παναγιώτης Βοκοτόπουλος, παρουσίασε στο Μέγαρο Νεδέλκου μέρος του πλούσιου φωτογραφικού του αρχείου από το Άγιο Όρος της περιόδου 1956 έως 2001.
Οι φωτογραφίες του καλύπτουν αυτή την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα περίοδο της ζωής της Μοναστικής Πολιτείας, μίας εποχής που δεν υπάρχει πια. Αποτυπώνουν την κρίσιμη περίοδο των προβλημάτων από την λειψανδρία, την έλλειψη πόρων και γενικότερου ενδιαφέροντος της Πολιτείας για την διάσωση της μοναδικής αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, και ταυτόχρονα την πνευματική ζωή, την τήρηση απαρασάλευτης της λατρευτικής και λειτουργικής ζωής της καθημερινότητας των μοναχών, όπου με ελάχιστα μέσα, με προσωπική σκληρή δουλειά αγωνίστηκαν να κρατήσουν όρθια γιγαντιαία κτίρια, συγκροτήματα Καθολικών, Σκήτες, και παρεκκλήσια που η φθορά, ο χρόνος και οι συνθήκες απειλούσαν με κατάρρευση.
Με ματιά διεισδυτική και με προσέγγιση γεμάτη σεβασμό και ταυτόχρονα ρεαλισμό, καταγράφεται, από ένα μύστη της φωτογραφικής τέχνης, ένα μοναδικό ντοκουμέντο στο οποίο διακρίνεται η φθορά, η πατίνα του χρόνου, η προσπάθεια των Μοναχών να διασώσουν με κάθε τρόπο τα αρχιτεκτονικά έργα από την καταστροφή με χρήση όποιων υλικών είχαν στη διάθεσή τους, όπου τα χρωματικά υπολείμματα του χρόνου συναντούν τα έντονα κόκκινα, γαλάζια, κίτρινα χρώματα, σε ένα εντυπωσιακό συνδυασμό, που δεν υπάρχει πλέον.
Πρόκειται για την διάσωση μιας στιγμής της υπερχιλιετούς ζωής του Αγίου Όρους, σε ένα περιβάλλον που δεν αλλοίωσαν ακόμη, οι ανάγκες της εποχής, και των μεγάλων έργων συντήρησης και αποκατάστασης, που συντελούνται εδώ και τρεις δεκαετίες στο Άγιον Όρος.
Ο Παναγιώτης Βοκοτόπουλος
Πολυσχιδής προσωπικότητα με πλούσιο έργο στην αρχαιολογία, την αρχιτεκτονική, την βυζαντινή ζωγραφική και τα χειρόγραφα ένας εγκυκλοπαιδιστής του καιρού μας, καθηγητής στα πανεπιστήμια Θεσσαλονίκης και Αθηνών, με μια τεράστια ελληνική και ξενόγλωσση βιβλιογραφία, συνεργάστηκε με την Αγιορειτική Εστία, στην έκδοση των εικονογραφικών προγραμμάτων των Ιερών Μονών του Αγίου Όρους από την Ακαδημία Αθηνών καθώς και στην έκδοση των περιηγητικών εντυπώσεων του Ρώσου περιηγητή και προσκυνητή Βασίλι Μπάρσκι (1741 – 1747), από το Αρχείο του Ακαδημαϊκού Παύλου Μυλωνά, σε συνεργασία με το Μουσείο Μπενάκη.
Ο ίδιος αναφέρει σε κείμενα του που αφορούν στην συλλογή του:
… Ἐν ἀντιθέσει πρὸς ἄλλους φωτογράφους ἀπετύπωσα κυρίως κτήρια, λόγω καὶ τῶν ἐπαγγελματικῶν μου ἐνδιαφερόντων. Στὴν ἔκθεση καὶ τὸν κατάλογο περιλαμβάνονται ἀπόψεις καὶ λεπτομέρειες κτηρίων ποὺ κάηκαν, ὅπως μεγάλο μέρος τῆς Μονῆς Χελανδαρίου, τὸ ἀνατολικὸ τμῆμα τῆς Μονῆς Καρακάλλου, ἡ βόρεια κόρδα τοῦ Βατοπαιδίου καὶ ἡ καταπληκτικὴ αἴθουσα ὑποδοχῆς τοῦ Ῥωσικοῦ, καὶ μονὲς τῶν ὁποίων ἡ ὄψη ἀλλοιώθηκε μὲ μετασκευές…
… Κατὰ τὴν πρώτη μου ἐπίσκεψη ἔβγαζα μόνο ἀσπρόμαυρες φωτογραφίες μὲ μία παλιὰ Rolleiflex. Ἀπὸ τὸ 1961 καὶ μετὰ χρησιμοποιοῦσα καὶ μία μηχανὴ 24x36, ἀρχικὰ μιὰ Retina Reflex καὶ ἀργότερα διάφορους τύπους τῆς Minolta, γιὰ νὰ φωτογραφίζω μὲ φὶλμ Kodachrome κυρίως κτήρια καὶ τοπία. Δέχθηκα εὐχαρίστως τὴν πρόταση τῆς Ἁγιορειτικῆς Ἑστίας νὰ ἐκτεθεῖ στὶς αἴθουσες τῆς ἕνα μέρος τῆς συλλογῆς μου ἐγχρώμων διαφανειῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους, κατὰ προτίμησιν φωτογραφίες τῶν δεκαετιῶν τοῦ 1960 καὶ 70, ποὺ ἀποτυπώνουν τὸ ἀθωνικὸ τοπίο, πρὶν ἀλλοιωθεῖ ἀπὸ τὴν διάνοιξη δρόμων, καὶ τὸ δομημένο περιβάλλον πρὶν ἀπὸ τὴν ἀνακαίνιση καὶ μετασκευὴ πολλῶν κτηριακῶν συγκροτημάτων…
… Ἡ ἀλλαγὴ ποὺ διαπιστώνει κανεὶς στὰ τελευταῖα πενῆντα χρόνια εἶναι καταλυτική. Τὸ 1956 δὲν ὑπῆρχε κανένας ἁμαξιτὸς δρόμος, καὶ οἱ μετακινήσεις γινόντουσαν πεζῇ ἢ μὲ καΐκι. Μὲ ἐξαίρεση μερικὲς ἐπεμβάσεις, π.χ. στὴν ἕδρα τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος καὶ στὶς μονὲς Διονυσίου καὶ Γρηγορίου, τὸ δομημένο περιβάλλον δὲν εἶχε ἀλλάξει ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ αἰώνα. Τὸ ἠλεκτρικὸ ρεῦμα ἦταν ἄγνωστο. Τὰ πλοῖα τῆς συγκοινωνίας ἦταν μικρὰ ξύλινα «μοτόρια». Πρόλαβα στὴν τράπεζα τοῦ Ῥωσικοῦ τὸ ἑνιαῖο χειρόμακτρο ποὺ ἁπλώνεται σὲ ὅλο τὸ μῆκος τοῦ τραπεζιοῦ, τὸ ὁποῖο βλέπουμε στὶς βυζαντινὲς τοιχογραφίες τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, καὶ ἔχει τώρα ἀντικατασταθεῖ ἀπὸ χαρτοπετσέτες. Οἱ κοινόχρηστες ἐγκαταστάσεις ὑγιεινῆς ἦταν αὐτὲς ποὺ περιγράφει καὶ σχεδιάζει ὁ Ὀρλάνδος στὴν «Μοναστηριακὴ Ἀρχιτεκτονική» · ζήτημα εἶναι ἂν σήμερα ἔχει μείνει γιὰ δεῖγμα. Εἶχες γενικὰ τὴν αἴσθηση ὅτι ὁ χρόνος ἔχει σταματήσει καὶ ζεῖς σὲ καιροὺς ἀλλοτινούς…
https://www.agioritikiestia.gr/el/agion-oros-fotografies-1956-2001-panagiotis-vokotopoulos#sigProIdc8db85efbd
Τα ιερά μηνύματα
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος χαιρέτησε την παρουσίαση του έργου αυτού και τόνισε μεταξύ άλλων:
«Η Έκθεσις αυτή, της ενδιαφερούσης συλλογής φωτογραφιών, τεκμηρίων της παρελθούσης πεντηκονταετίας, θεωρείται εξαιρετικώς σημαντική, διότι καταγράφει τον πλούτον της προσφάτου ιστορίας της ιεράς Αθωνικής χερσονήσου. Το απαράμιλλον φυσικό κάλλος, τὰ καταπληκτικά αρχιτεκτονήματα, τὰ ιερά κειμήλια. Αι ασκητικαὶ των μοναστών μορφαὶ και το κατανυκτικὸν περιβάλλον απεικονίζονται και αποτυπώνονται συγκινητικώς.»
Η δε Ιερά Κοινότητα, αντίστοιχα στο δικό της μήνυμα, ανέφερε:
«Συγχαρητήρια αξίζουν στον μύστη του Αγίου Όρους Ακαδημαϊκό κ. Παναγιώτη ΒοΒοκοτόπουλος, που με το φωτογραφικό του φακό και την φωτογραφική του αποτύπωσή μας ανάγει στη προηγούμενη από μας γενεά. Στο τότε φυσικό περιβάλλον. Στα δρώμενα της εποχής εκείνης. Όταν δεν είχε αρχίσει ακόμη ἡ προσπάθεια αναστήλωσης και μνημειακής αποκατάστασης του Αγίου ‘Όρους από τα αρμόδια όργανα της Ιεράς Κοινότητος και του Κέντρου Διατηρήσεως Αγιορείτικης Κληρονομιάς (ΚΕ.Δ.Α.Κ.) και ἡ θαλάσσια συγκοινωνία προς το Άγιον Όρος, με την έλλειψη μηχανοκίνητων πλοίων, ήτο σπάνια και δυσκατόρθωτη τότε που επίσης ἡ εντός της χερσονήσου περιήγηση των Ιερών Καθιδρυμάτων ήτο δυνατή μόνο για ολίγους πεζοπόρους, ένεκα των μεγάλων αποστάσεων και της απουσίας δασικών οδών, που διανοίχθηκαν διακριτικά αργότερα για την πυρασφάλεια των Καθιδρυμάτων και την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος»